Ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ένωσης Προπονητών Ταεκβοντό (ΠΕΠΤΑ), με αφορμή την δεύτερη υπέρ της απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών
«Δεύτερο ηχηρό «χαστούκι» δέχθηκε ο ΣΠΟΤΕ και όλοι εκείνοι που προσπαθούν με μανία να καπηλευτούν το συνδικαλιστικό όργανο των προπονητών του Ολυμπιακού Ταεκβοντό προς ίδιον όφελος, αφού, για ακόμη μία φορά, η ελληνική δικαιοσύνη δικαίωσε τις θέσεις της ΠΕΠΤΑ και απέρριψε την προσπάθεια του ΣΠΟΤΕ να ακυρώσει την σύσταση και αναγνώριση της ΠΕΠΤΑ.
Συγκεκριμένα, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 1576/2019 απόφασή του, έκανε δεκτή την τριτανακοπή της ΠΕΠΤΑ κατά του ΣΠΟΤΕ και κατά της υπ’ αριθμ. 2140/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην της ΠΕΠΤΑ και με την οποία απόφαση μεθοδεύτηκε από τον ΣΠΟΤΕ η διαγραφή της ΠΕΠΤΑ από το βιβλίο σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με την απόφασή του αυτή, το Ειρηνοδικείο Αθηνών έκανε δεκτό τον πρώτο από τους λόγους ανακοπής που προέβαλε η ΠΕΠΤΑ, ότι δηλαδή η απόφαση είχε εκδοθεί από αναρμόδιο δικαστήριο, και, για το λόγο αυτό, παρέπεμψε την υπόθεση να δικαστεί από το καθ’ ύλην αρμόδιο Πρωτοδικείο Αθηνών. Επίσης, με την ίδια απόφαση, διατηρείται και η ισχύς της προσωρινής διαταγής που είχε εξασφαλίσει τη ΠΕΠΤΑ από τον Σεπτέμβριο του 2018, ώστε να μην επηρεάζεται στο παραμικρό η νομιμότητα της ύπαρξης, της υπόστασης και της λειτουργίας της ΠΕΠΤΑ.
Έτσι, μέχρι και την οριστική εξαφάνιση της απόφασης που υφάρπαξε ο ΣΠΟΤΕ, η Πανελλήνια Ένωση Προπονητών Ταεκβοντό εξακολουθεί να διαθέτει πλήρη νομική προσωπικότητα και νόμιμη υπόσταση και ότι δύναται να εξακολουθεί να λειτουργεί νομίμως και να ασκεί το σύνολο των αρμοδιοτήτων και καταστατικών της σκοπών.
Η υπόθεση θα κριθεί οριστικά πλέον από το Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου θα κληθεί ο ΣΠΟΤΕ, και οι κύριοι που τον συγκροτούν, να εξηγήσουν, μεταξύ άλλων, πώς γίνεται να μην γνώριζαν – μόνο εκείνοι από όλο το ελληνικό ταεκβοντό – την ύπαρξη νόμιμης διοίκησης της ΠΕΠΤΑ και νόμιμης έδρας της στα γραφεία της ομοσπονδίας, αλλά και να προσκομίσουν στοιχεία για τα όσα ισχυρίζονται σχετικά με τα μέλη και την αντιπροσωπευτικότητα της υποτιθέμενης συνδικαλιστικής τους οργάνωσης».